- εὔστοργος
- εὔστοργος, ον,A contented: [comp] Sup. -ότατος Suid. s.v. ἀπαθέστατα (misquoting M.Ant.1.9).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύστοργος — η, ο (ΑΜ εὔστοργος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που φέρεται με πολλή στοργή αρχ. ευχαριστημένος. επίρρ... ευστόργως (Μ εὐστόργως) με πολλή στοργή, στοργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στοργος (< στοργή), πρβλ. ά στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek
εὐστοργότατον — εὔστοργος contented masc acc superl sg εὔστοργος contented neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστόργως — εὔστοργος contented adverbial εὔστοργος contented masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστοργία — η (Μ εὐστοργία) [εύστοργος] η εκδήλωση πολλής στοργής … Dictionary of Greek